δεμάτιασμα

δεμάτιασμα
το
η συσκευασία πραγμάτων σε δέματα: Βοηθούσε τον πατέρα του στο δεμάτιασμα του καπνού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεμάτιασμα — το [δεματιάζω] 1. το να δεματιάζει κανείς 2. η συσκευασία σε δέματα …   Dictionary of Greek

  • δεμάτωση — η το δεμάτιασμα …   Dictionary of Greek

  • θερισμός — H εργασία της αποκοπής των ώριμων σιτηρών, η οποία γίνεται είτε με το απλό δρεπάνι, είτε με ειδικές μηχανές. Η εμφάνιση μηχανών συγκομιδής –όπως οι απλές θεριστικές, οι θεριστικές αυτοδετικές και οι θεριστικές αλωνιστικές– έδωσε μεγάλη ώθηση στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”